- ἐξομνύμενον
- ἐξόμνυμιswear in excusepres part mp masc acc sgἐξόμνυμιswear in excusepres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαχειροτονώ — διαχειροτονῶ ( έω) (Α) 1. εκλέγω, αποφασίζω πλειονοψηφικά με ανύψωση τού χεριού 2. γεν. εκλέγω, αναθέτω με εκλογή 3. (για πρόσωπα) αποφαίνομαι («τὸν δὲ μὴ ἐξομνύμενον διαχειροτονοῡσιν oἱ βουλευταί, πότερον ἐπιτήδειος εἰς τὸ Ιππεύειν ἢ οὐ»,… … Dictionary of Greek